δυσέντερος

δυσέντερος
δυσέντερος, -ον (Α)
αυτός που πάσχει από δυσεντερία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δυσέντερος — suffering from dysentery masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μανιτάρια — Κοινή ονομασία του υπέργειου, ογκώδους, γενικά μαλακού και σαρκώδους καρποσώματος ή σποριοφόρου σώματος πολλών ανώτερων μυκήτων, το οποίο παράγεται από ένα πλούσια διακλαδιζόμενο μυκήλιο που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια του εδάφους των δασών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”